ρεμούλα

ρεμούλα
η грабёж;
(рас)хищение, кража, присвоение чужого

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρεμούλα" в других словарях:

  • ρεμούλα — η (λ. ιταλ.), διαρπαγή, λεηλασία: Γρήγορα κατάλαβε πως στο κατάστημά του γινόταν ρεμούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεμούλα — και ριμούλα, η, Ν 1. αρπαγή, λεηλασία ξένης περιουσίας με βίαιο τρόπο 2. υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων τού δημοσίου από δημόσιο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rimula «ρήγμα»] …   Dictionary of Greek

  • ριμούλα — η, Ν βλ. ρεμούλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»